ἄζυμον

ἄζυμον
ἄζῡμον , ἄζυμος
without process of fermentation
masc/fem acc sg
ἄζῡμον , ἄζυμος
without process of fermentation
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ II — Е. в православной Церкви II тысячелетия Е. в Византии в XI в. К XI в. визант. богослужение приобрело почти тот вид, какой оно сохраняло в правосл. Церкви все последующее тысячелетие; в его основе лежала древняя к польская традиция, значительно… …   Православная энциклопедия

  • безквасие — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. греч., ἄζυμον опреснок.      … …   Словарь церковнославянского языка

  • опреснок — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (ἄζυμον) пресный хлеб …   Словарь церковнославянского языка

  • χονδρίτης — ο, ΝΑ νεοελλ. συν. στον πληθ. οι χονδρίτες (αστρον. ορυκτ.) λιθομετεωρίτες που χαρακτηρίζονται από την παρουσία χόνδρων, δηλαδή σφαιριδίων πυριτικών ορυκτών, όπως είναι οι ολιβίνες και οι πυρόξενοι αρχ. ο παρασκευασμένος από χόνδρο, από… …   Dictionary of Greek

  • Ορθόδοξη Εκκλησία — Ονομασία με την οποία χαρακτηρίζονται οι ανατολικές χριστιανικές κοινότητες, που ύστερα από μακρές αντιθέσεις, χωρίστηκαν από τη Ρώμη μετά το σχίσμα (11ος αι.), προπάντων γιατί ήταν αντίθετες στο θέμα του πρωτείου του πάπα σε όλο τον χριστιανικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”